ἀσπασίως
1Ἀσπασίως — Ἀσπάσιος masc acc pl (doric) …
2ἀσπασίως — ἀσπάσιος welcome adverbial ἀσπάσιος welcome masc acc pl (doric) ἀσπάσιος welcome adverbial ἀσπάσιος welcome masc/fem acc pl (doric) …
3неподвижимо — (4*) нар. 1.Без движения, неподвижно: и на заѹтреню входѧ преже всѣ(х). сто˫аше крѣпко и неподвижимо. ЛЛ 1377, 65 об. (1074); то же ЛИ ок. 1425, 72 (1074). 2. Незыблемо, неизменно: Дълъжьн …
4τρισασπασίως — Μ επίρρ. με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση, πολύ πρόθυμα («καὶ ὡς... δῶρον θεοδώρητον, τρισασπασίως ὑποδεχόμεθα», Νίκ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ /τρι* + ἀσπασίως «ευχάριστα, πρόθυμα»] …