ἀσπαλιευτής
1ασπαλιευτής — ἀσπαλιευτής, ο (Α) [ασπαλιεύομαι] ο ασπαλιεύς …
2ἀσπαλιευτής — angler masc nom sg …
3ἀσπαλιευταῖς — ἀσπαλιευτής angler masc dat pl …
4ἀσπαλιευταί — ἀσπαλιευτής angler masc nom/voc pl …
5ἀσπαλιευτοῦ — ἀσπαλιευτής angler masc gen sg …
6ἀσπαλιευτήν — ἀσπαλιευτής angler masc acc sg (attic epic ionic) …
7ἀσπαλιευτῶν — ἀσπαλιευτής angler masc gen pl …
8οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… …