ἀσπίδιον
1ασπίδιον — ἀσπίδιον, το (Α) [ασπίς] 1. η μικρή ασπίδα 2. το φυτό ατρακτυλίς 3. το φυτό άλυσσον, που το θεωρούσαν θεραπευτικό για τη λύσσα των σκυλιών …
2ἀσπίδιον — small shield neut nom/voc/acc sg …
3ἀσπιδίοις — ἀσπίδιον small shield neut dat pl …
4ἀσπιδίου — ἀσπίδιον small shield neut gen sg …
5ἀσπιδίων — ἀσπίδιον small shield neut gen pl …
6ἀσπίδια — ἀσπίδιον small shield neut nom/voc/acc pl …
7QUADRATA Pelta Thracica — Suidae ἀσπίδιον τετράγωνον, vide supra Pelta …
8ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …
9πτέρις — Γένος φυτών της οικογένειας των πολυποδιιδών. Περιλαμβάνει περίπου 90 είδη, που απαντούν στις θερμές περιοχές. Οι π. είναι ποώδη φυτά, πολυετή, με ριζωματικά φύλλα και πολυσχιδή. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει το είδος π. η αέτειος, γνωστή και… …
10φευξασπίδιον — τὸ, ΜΑ είδος ποώδους πολυετούς φαρμακευτικού φυτού, το φυτό πόλιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φεύγω* + ἀσπίδιον, ονομ. φυτού. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω τού ότι αποτελεί αντίδοτο για το δηλητήριο τών ερπετών] …
- 1
- 2