ἀσκωλίζω
1ἀσκωλίζω — pres subj act 1st sg ἀσκωλίζω pres ind act 1st sg …
2ασκωλίζω — βλ. ασκωλιάζω …
3ἀσκωλίζειν — ἀσκωλίζω pres inf act (attic epic) …
4ἀσκωλίζοντες — ἀσκωλίζω pres part act masc nom/voc pl …
5Ασκώλια — Ἀσκώλια, τα (Α) η δεύτερη μέρα των «εν αγροίς» Διονυσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασκώλια πιθ. < ασκός, μέσω ενός επιθήματος ō(lο) . Η άποψη κατά την οποία λαμβάνεται ως βάση τ. *άσκωλος < *αν σκωλος (πρβλ. αφ ενός σκωλοβατίζω «βαδίζω με ξυλοπόδαρα»… …
6ασκωλιάζω — ἀσκωλιάζω και ἀσκωλίζω (Α) [ασκώλια] 1. πηδώ πάνω σε ασκό στη γιορτή των Ασκωλίων 2. πηδώ στο ένα πόδι, συνήθως στο αριστερό …