1Ἀσιᾶτις — Ἀσιανός Asia fem nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2ασιάτης — (θηλ. ισσα) (AM ἀσιάτης [ ου], θηλ. ἀσιᾱτις [ ιδος] και ιων. ἀσιήτης, θηλ. ῆτις) νεοελλ. ως ουσ. ο κάτοικος της Ασίας αρχ. ο ασιατικός …
Dictionary of Greek