ἀσιανά

  • 1Ἀσιανά — Ἀσιᾱνά , Ἀσιανός Asia neut nom/voc/acc pl Ἀσιᾱνά̱ , Ἀσιανός Asia fem nom/voc/acc dual Ἀσιᾱνά̱ , Ἀσιανός Asia fem nom/voc sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Σχινάς — Επώνυμο λογίων από την Κωνσταντινούπολη. 1. Δημήτριος. Έζησε στις αρχές του 19ου αι. Σπούδασε φιλοσοφία στην Ιταλία και έζησε ένα μεγάλο διάστημα του βίου του στη Βενετία. Το 1806 έγινε εταίρος της Ακαδημίας της Ρουμανίας με πρόταση του Ιγνάτιου… …

    Dictionary of Greek