ἀσθμαίνω

  • 31ἀνασθμαίνει — ἀνά ἀσθμαίνω breathe hard pres ind mp 2nd sg ἀνά ἀσθμαίνω breathe hard pres ind act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 32Бронхиальная астма — Различные ингаляторы, используемые при бронхиальной астме …

    Википедия

  • 33άνω — (I) ἄνω (Α) 1. διανύω, τελειώνω 2. παθ. (κυρίως για χρονική περίοδο) φθάνω στο τέρμα, προχωρώ προς το τέλος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνFω. Παράλληλος τ. του ανύω, που απαντά στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο και στους ποιητές]. (II) (Α ἄνω) επίρρ. 1. επάνω 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 34άσθμα — το (AM ἄσθμα και ἆσθμα) ιατρ. η ασθένεια, το άσθμα αρχ. μσν. 1. η πνοή, η αναπνοή 2. η ισχυρή πνοή, το δυνατό φύσημα (ζώου ή του ανέμου) αρχ. 1. το λαχάνιασμα 2. ο επιθανάτιος ρόγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άσθμα < *άνσθμα, που ανάγεται στην ΙΕ. ρίζα… …

    Dictionary of Greek

  • 35αγκομαχώ — ( άω) 1. αναπνέω με δυσκολία, λαχανιάζω, ασθμαίνω 2. ψυχομαχώ 3. αναστενάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκώνω + παραγ. κατάληξη μαχώ. ΠΑΡ. αγκομάχημα, αγκομαχητό] …

    Dictionary of Greek

  • 36αγκουσιάζω — [αγκουσιά] έχω δύσπνοια, ασθμαίνω, πνίγομαι από μεγάλο καύσωνα κ.λπ …

    Dictionary of Greek

  • 37εκψύχω — ἐκψύχω (AM) αρχ. μσν. 1. χάνω τις αισθήσεις, λιποθυμώ 2. πεθαίνω, ξεψυχώ αρχ. 1. κοντανασαίνω, ασθμαίνω 2. είμαι εντελώς παγωμένος, ψυχρός …

    Dictionary of Greek

  • 38επασθμαίνω — ἐπασθμαίνω (Α) ασθμαίνω, πνευστιώ, λαχανιάζω …

    Dictionary of Greek

  • 39κονταίνω — και κοντένω (Μ κονταίνω) 1. (μτβ.) α) κάνω κάτι πιο κοντό, βραχύνω («πρέπει να κοντύνεις το παντελόνι σου, γιατί τό πατάς») β) λιγοστεύω ή περιορίζω κάτι 2. (αμτβ.) α) γίνομαι πιο κοντός («έπλυνα την μπλούζα και κόντυνε») β) λιγοστεύω, μειώνομαι… …

    Dictionary of Greek

  • 40κοντανασαίνω — αναπνέω με σύντομες και διακεκομμένες αναπνοές, λαχανιάζω, ασθμαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + ανασαίνω (πρβλ. βαρι ανασαίνω, γοργ ανασαίνω] …

    Dictionary of Greek