ἀσθμαίνω
21ἀσθμαίνουσα — ἀσθμαίνω breathe hard pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …
22ἀσθμαίνουσαι — ἀσθμαίνω breathe hard pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …
23ἀσθμαίνουσαν — ἀσθμαίνω breathe hard pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …
24ἀσθμαίνων — ἀσθμαίνω breathe hard pres part act masc nom sg …
25ἤσθμαινε — ἀσθμαίνω breathe hard imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) …
26ἀσθμαίνοντ' — ἀσθμαίνοντα , ἀσθμαίνω breathe hard pres part act neut nom/voc/acc pl ἀσθμαίνοντα , ἀσθμαίνω breathe hard pres part act masc acc sg ἀσθμαίνοντι , ἀσθμαίνω breathe hard pres part act masc/neut dat sg ἀσθμαίνοντι , ἀσθμαίνω breathe hard pres ind… …
27ισθμαίνω — ἰσθμαίνω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀσθμαίνω». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε με συμφυρμό τών ἀσθμαίνω* και ἰσθμός*] …
28περιασθμαίνω — Α 1. ασθμαίνω ολόγυρα 2. αναπνέω με δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀσθμαίνω «αναπνέω με δυσκολία»] …
29πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… …
30υπερασθμαίνω — Α [ἀσθμαίνω] ασθμαίνω, λαχανιάζω πάρα πολύ …