ἀσάλπικτος
1ασάλπικτος — ἀσάλπικτος, ον (Α) [σαλπίζω] χωρίς τον ήχο της σάλπιγγας («ὥρα ἀσάλπικτος» ώρα κατά την οποία δεν ακούγεται ήχος σάλπιγγας) …
2ἀσάλπικτον — ἀσάλπικτος without sound of trumpet masc/fem acc sg ἀσάλπικτος without sound of trumpet neut nom/voc/acc sg …