ἀρῶν
1Ἀρῶν — Ἀρή fem gen pl …
2ἀρῶν — ἄρος use neut gen pl (attic epic doric) ἀ̱ρῶν , ἀείρω attach fut part act masc nom sg (attic epic doric) ἀρά prayer fem gen pl (ionic) ἀράζω snarl fut part act masc voc sg ἀράζω snarl fut part act neut nom/voc/acc sg ἀράζω snarl fut part act masc …
3ἄρων — ἄρον cuckoo pint neut gen pl ἄ̱ρων , ἀρόω plough imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱ρων , ἀρόω plough imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀρόω plough imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀρόω plough imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …
4Ααρών ή Αρών, Πέντρο — (Φλωρεντία, τέλη 15ου αι. – 1562). Ιταλός μουσικοδιδάσκαλος. Είναι ένας από τους πρώτους θεωρητικούς της μουσικής που καθόρισε συστηματικά και με σαφήνεια τους κανόνες της σύγχρονης αντίστιξης και από τους πρώτους θεωρητικούς που εγκατέλειψαν τη… …
5ὤρων — ἄρων , ἄρον cuckoo pint neut gen pl ἄ̱ρων , ἀρόω plough imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱ρων , ἀρόω plough imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …
6χλιαρῶν — χλῑαρῶν , χλιαρός warm fem gen pl χλῑαρῶν , χλιαρός warm masc/neut gen pl …
7CHARTOPHYLAX — in Ecclesia Constantinopolitana, custos erat annuli Patriarchalis, quem ille a Patriatcha sollenniter acceptum, in pectore gestabat; ut dictum: quemadmodum Magno Logothetae vel etiam Accubitori palae, cura annuli vel sigilli, quô literae… …
8παραιρώ — έω, Α [αιρώ] 1. απομακρύνω κάτι από κάποιον, αποσύρω 2. (με γεν. διαιρ.) αφαιρώ μέρος από ένα όλον («τῆς λύπης παραιρεῑν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον», Υπερ.) 3. μέσ. παραιροῡμαι, έομαι α) αποσπώ κάτι από κάποιον και τό οικειοποιούμαι («πόλεις παραιρεῑται… …
9σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» …