ἀρί-γνωτος
1al-1, ol- — al 1, ol English meaning: “besides; other” Deutsche Übersetzung: Pron. stem “darũber hinaus” Note: Root al 1, ol : “besides; other” derived from Root alü : interjectIon. Material: Lat. uls “ beyond “, *ulter, tra, trum “… …
2αρίγνωτος — ἀρίγνωτος, η, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που διακρίνεται, που γνωρίζεται εύκολα 2. πασίγνωστος, ξακουστός 3. (με κακή σημασία) διαβόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + γνωτός < γιγνώσκω «γνωρίζω»] …