ἀρὴν ἐπικρήνειε

  • 1εξαίσιος — α, ο (AM ἐξαίσιος, ον και ἐξαίσιος, α, ον) [αίσιος] 1. έξοχος, θαυμάσιος («εξαίσιο ταξίδι») 2. (επίρρ. εξαίσια και εξαισίως πάρα πολύ, πολύ ωραία, υπέροχα νεοελλ. γοητευτικός («εξαίσιο παρουσιαστικό») αρχ. μσν. εκπληκτικός, ασυνήθιστος αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek