ἀρέτας
1Ἀρέτας — Ἀρέτᾱς , Ἀρέτας masc acc pl (doric aeolic) Ἀρέτᾱς , Ἀρέτας masc nom sg (epic doric aeolic) …
2Ἀρετᾶς — Ἀρετή fem gen sg (doric aeolic) …
3ἀρετᾶς — ἀρετᾶ̱ς , ἀρετάω thrive pres ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀρετή goodness fem gen sg (doric aeolic) …
4ἀρετᾷς — ἀρετάω thrive pres subj act 2nd sg ἀρετάω thrive pres ind act 2nd sg (epic doric aeolic) …
5Ἀρετάς — Ἀρετά̱ς , Ἀρετή fem acc pl …
6ἀρετάς — ἀρετά̱ς , ἀρετή goodness fem acc pl …
7ἀρέτας — ἀ̱ρέτᾱς , ἀρετάω thrive imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀρέτᾱς , ἀρετάω thrive imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
8Αρέτας ή Αρέθας — Όνομα ηγεμόνων των Ναβαταίων της Πετραίας Αραβίας, ΒΔ της Αραβικής χερσονήσου. 1. Α. Γ’ ο Φιλέλλην (85 60 π.Χ.). Πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ (65 π.Χ.). 2. Α. Δ’ ο Φιλόπατρις (7 – περ. 40 μ.Χ.). Κήρυξε τον πόλεμο εναντίον του τετράρχη της Γαλιλαίας… …
9Αρετάς, Μιχαήλ — (19ος αι.).Πλοίαρχος από την Κρήτη, γνωστός και ως Άρης. Με το πλοίο του κατασκόπευε το μικρό αλλά οχυρωμένο νησάκι Γραμβούσα, που βρίσκεται στη βορειοδυτική άκρη της Κρήτης, εκμεταλλευόμενος τη γνωριμία του με τον Τούρκο φρούραρχο της Γραμβούσας …
10Ἀρετᾶν — Ἀρέτας masc gen pl (doric aeolic) Ἀρετή fem gen pl (doric aeolic) …