ἀρέσκεια

  • 11άρεσκος — ἄρεσκος, ο, η (AM) 1. ευχάριστος στους τρόπους 2. αυτός που προσπαθεί να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, δουλοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω. ΠΑΡ. αρέσκεια, αρεσκόντως αρχ. αρεσκεύομαι. ΣΥΝΘ. αυτάρεσκος αρχ. ανθρωπάρεσκος, ευάρεσκος, οχλοάρεσκος] …

    Dictionary of Greek

  • 12ευαρέσκεια — η 1. το συναίσθημα τής ηθικής ικανοποιήσεως, η ευχαρίστηση, η εκδήλωση ή η έκφραση ευχαριστήσεως («σάς εκφράζω την ευαρέσκειά μου») 2. η ηθική αμοιβή που απονέμεται από την προϊστάμενη αρχή στους υφισταμένους της διοικητικούς υπαλλήλους λόγω τής… …

    Dictionary of Greek

  • 13ευαρεστία — εὐαρεστία, ἡ (Α) [ευάρεστος] 1. η ευαρέστηση 2. στον πληθ. αἱ εὐαρεστίαι η αρέσκεια, η ατομική προτίμηση, τα ατομικά γούστα …

    Dictionary of Greek

  • 14στενά — I Ορεινός οικισμός (2 κάτ., υψόμ. 940), στην επαρχία Καστοριάς, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται στην κοινότητα Νεστορίου. II Συμβατικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται ο Βόσπορος και τα Δαρδανέλλια. Έως το 1774 ολόκληρη η περιοχή και η Μαύρη… …

    Dictionary of Greek

  • 15υπέροχος — η, ο / ὑπέροχος, ον, ΝΜΑ, και επικ. ιων. τ. ὑπείροχος, ον, Α [ὑπερέχω] αυτός που υπερέχει, που ξεχωρίζει, έξοχος, θαυμάσιος, εξαιρετικός (α. «υπέροχος ομιλητής» β. «υπέροχη βραδιά» γ. «θῆρες ἐν πελάγεσιν ὑπέροχοι» Πίνδ. δ. «ὑπείροχος ἑσπερίη»,… …

    Dictionary of Greek

  • 16φιλομυθία — ἡ, Α [φιλόμυθος] αρέσκεια στις μυθικές διηγήσεις …

    Dictionary of Greek

  • 17ՀԱՃՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0011 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c գ. εὑδοκία beneplacitum το ἁρέστον placitum Հաճիլն. հաւանութիւն. բարեհաճութիւն. կամք հաճոյական կամ բարեհամբոյր. հաճոյք. ... *Յերկիր խաղաղութիւն, ʼի մարդիկ հաճութիւն:… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 18αρεσιά — αρεσιά, η και αρεσκιά, η αρέσκεια, ικανοποίηση, ευχαρίστηση, συνήθως στις φράσεις «της αρεσιάς ή αρεσκιάς μου, σου, του κτλ.»: Αυτά τα ρούχα δεν είναι της αρεσιάς του …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)