ἀρέσει

  • 1ἀρέσει — ἄρεσις good pleasure fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀρέσεϊ , ἄρεσις good pleasure fem dat sg (epic) ἄρεσις good pleasure fem dat sg (attic ionic) ἀρέσκω make good aor subj act 3rd sg (epic) ἀρέσκω make good fut ind mid 2nd sg ἀρέσκω make good… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Ypogeia Revmata — Infobox musical artist | Name = Ypogeia Revmata Landscape = no Img capt = Background = group or band Origin = flagicon|Greece Athens, Greece Genre = Rock Greek rock Alternative rock Progressive rock Acoustic Hard rock Blues rock Years active =… …

    Wikipedia

  • 3Piraiki — Infobox Brewery name = Piraiki Microbrewery EPE caption = location = Drapetsona, Greece owner = opened = production = active beers = brewbox beer|name=Pils|style= brewbox beer|name=Pale Ale|style=Piraiki Microbrewery ( el. Πειραϊκή… …

    Wikipedia

  • 4φιλάγρυπνος — η, ο / φιλάγρυπνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που τού αρέσει να αγρυπνεί, που δεν τού αρέσει ο πολύς ύπνος νεοελλ. 1. αυτός που τού αρέσει να βρίσκεται σε εγρήγορση, προσεκτικός 2. αυτός που κάνει κάποιον να αγρυπνεί («φιλάγρυπνος ἐμοὶ πόθος Ἡλιοδώρας»,… …

    Dictionary of Greek

  • 5εκχράω — (I) ἐκχράω ιων. τ. ἐκχρέω (Α) 1. εξαρκώ, επαρκώ, είμαι επαρκής για κάτι, ικανοποιώ, αρέσω 2. απρόσ. ἐκχρήσει, ἐξέχρησε με απρμφ. θα είναι ή υπήρξε επαρκές, αρεστό για κάποιον, θα αρέσει ή άρεσε («κῶς ταῡτα βασιλέι ἐκχρήσει περιυβρίσθαι;» πώς θα… …

    Dictionary of Greek

  • 6μοναχικός — ή, ό (ΑΜ μοναχικός, Μ και μοναχιχός, ή, όν) [μοναχός] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε μοναχό, ο μοναστικός («περιεβλήθη το μοναχικό σχήμα») νεοελλ. 1. απόμερος, απομονωμένος («μοναχικό σπίτι») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε… …

    Dictionary of Greek

  • 7ποτικός — ή, όν, Α [πότος] 1. αυτός που τού αρέσει να πίνει, ο επιρρεπής στο ποτό («γενόμενοι δ ὁμοίως ἐρωτικοί, ποτικοί, στρατιωτικοί, μεγαλόδωροι», Πλούτ.) 2. αυτός που μπορεί να πιει πολύ, μεγάλος πότης 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ποτικός ο εύθυμος σύντροφος… …

    Dictionary of Greek

  • 8τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… …

    Dictionary of Greek

  • 9φιλάρπαγας — ο, η / φιλάρπαξ, αγος, ΝΜ αυτός που τού αρέσει να αρπάζει, να ιδιοποιείται ξένα κτήματα ή πράγματα, να κλέβει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἅρπαξ «αυτός που τού αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται»] …

    Dictionary of Greek

  • 10φιλήκοος — η, ο / φιλήκοος, ον, ΝΜ αυτός που τού αρέσει να ακούει, που αγαπά τα ακροάματα («φιλομαθὴς δὲ μή, μηδὲ φιλήκοος μηδέ ζητητικός», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που τού αρέσει απλώς να ακούει για να περνάει τον χρόνο του, σε αντιδιαστολή προς τον φιλομαθή 2 …

    Dictionary of Greek