ἀρέσει

  • 91κοσμοθεάμων — κοσμοθεάμων, oνος, ὁ (Μ) αυτός που τού αρέσει να βλέπει τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + θεάμων «θεατής» (πρβλ. φιλο θεάμων)] …

    Dictionary of Greek

  • 92κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …

    Dictionary of Greek

  • 93κόκκινος — η, ο (AM κόκκινος, ίνη, ον) 1. αυτός που έχει το χρώμα τής παπαρούνας, ερυθρός, πορφυρός, κοκκινοβαμμένος (α. «σπρώχνει στη θήκη κόκκινο το γιαταγάνι ο κλέφτης», Βαλαωρ. β. «καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κοκκίνην», ΚΔ) 2. (το ουδ.… …

    Dictionary of Greek

  • 94κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …

    Dictionary of Greek

  • 95λαδάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 210 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 34 χλμ. ΒΑ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαμάτας. * * * ο, θηλ. λαδού 1. ελαιοπαραγωγός 2. έμπορος …

    Dictionary of Greek

  • 96λολλώ — λολλώ, ἡ (Α) λέξη τών παιδιών για κάτι που τούς αρέσει πολύ …

    Dictionary of Greek

  • 97λυπτά — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἑταίρα, πόρνη». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. lubdha «άπληστος, ακόρεστος» και λατ. lubet «μου αρέσει, επιθυμώ». Κατ άλλη άποψη, περισσότερο πιθανή, η αρχική μορφή τού τ. ήταν λύππα, μεταφορά… …

    Dictionary of Greek

  • 98λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …

    Dictionary of Greek

  • 99μάθημα — το (AM μάθημα, Μ και μάθημαν) [μαθαίνω] καθετί που έμαθε ή μαθαίνει κάποιος («τὰ δέ μοι παθήματα ἐόντα ἀχάριτα μαθήματα ἐγεγόνεε», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. η ύλη που διδάσκεται από έναν ορισμένο κλάδο («το μάθημα τής φυσικής») 2. φρ. α) «κάνω μάθημα»… …

    Dictionary of Greek

  • 100μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …

    Dictionary of Greek