ἀρέσει

  • 81καλοφαίνομαι — (Μ καλοφαίνομαι) (ως απρόσ., με τις αντων. μού, σού, τού, μάς, σάς, τούς) καλοφαίνεται μού φαίνεται κάτι καλό, μού είναι ευχάριστο, μού αρέσει νεοελλ. 1. είμαι ευδιάκριτος, είμαι καταφανής, ξεχωρίζω 2. εμπνέω εμπιστοσύνη σε κάποιον («δεν μού… …

    Dictionary of Greek

  • 82καταβλητικός — ή, ό (Α καταβλητικός, ή, όν) [καταβάλλω] νεοελλ. αυτός που καταβάλλει, που καταπονεί αρχ. 1. ο ικανός ή ο κατάλληλος στο να καταρρίπτει κάποιον 2. αυτός που τού αρέσει να ανασκευάζει, να αντικρούει τους άλλους 3. μτφ. υβριστικός, δύστροπος …

    Dictionary of Greek

  • 83καταθύμιος — α, ο (AM καταθύμιος, ία, ιον) αυτός που είναι σύμφωνος με την επιθυμία κάποιου, επιθυμητός, ευχάριστος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταθύμιον η επιθυμία αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται στον νου, στους στοχασμούς κάποιου 2. αυτός που μπαίνει στην καρδιά… …

    Dictionary of Greek

  • 84καυχησιάρης — και καυχησάρης και καυκησιάρης και καυκησάρης, α, ικο [καυχησιά] αυτός που τού αρέσει να καυχιέται, κομπαστής, αλαζόνας …

    Dictionary of Greek

  • 85καυχιέμαι — και καυχώμαι και καυκιέμαι και καυκιούμαι και καυκούμαι (ΑΜ καυχῶμαι, άομαι, Α δωρ. τ. καυχέομαι) μιλώ με υπερηφάνεια για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, κομπάζω, παινεύομαι (α. «τού αρέσει να καυχιέται για τα κατορθώματά του» β. «διὰ τὸ καυχήσασθαι… …

    Dictionary of Greek

  • 86κινηματογραφόφιλος — η αυτός που τού αρέσει πολύ να βλέπει κινηματογραφικές ταινίες ή να ασχολείται με τον κινηματογράφο …

    Dictionary of Greek

  • 87κολακεύω — (AM κολακεύω) [κόλαξ] 1. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με υπερβολική φιλοφροσύνη για να αποκτήσω την εύνοιά του για ιδιοτελείς σκοπούς, περιποιούμαι ή επαινώ υπερβολικά κάποιον, καλοπιάνω (α. «κολακεύει τον θείο του για να πάρει την περιουσία του» β …

    Dictionary of Greek

  • 88κομπιάζω — 1. (για δένδρα) βγάζω κόμπους, μπουμπούκια, μπουμπουκιάζω 2. προσκρούω σε ρόζο σανίδας («κόμπιασε το πριόνι») 3. (σχετικά με φαγητό) έχω δυσκολία στην κατάποση («δώσε μου λίγο νερό, γιατί κόμπιασα») 4. (ειρωνικά για τροφή που δεν αρέσει) στέκομαι …

    Dictionary of Greek

  • 89κονιστικός — κονιστικός, ή, όν (Α) [κονίω] (για πτηνά) αυτός που τού αρέσει να κυλιέται ή να κάθεται στη σκόνη …

    Dictionary of Greek

  • 90κορτάκιας — ο (χλευαστικά) αυτός που τού αρέσει να ερωτοτροπεί, να φλερτάρει με διάφορες γυναίκες, ερωτύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρτε (Ι) + κατάλ. άκιας, μειωτικής σημ. (πρβλ. γυαλ άκιας, εξυπν άκιας)] …

    Dictionary of Greek