ἀρέσει
71θεάρεστος — η, ο (AM θεάρεστος, ον) 1. (για πράξεις) αρεστός στον θεό, αγαθοεργός, ευσεβής («θεάρεστο έργο») 2. (για ανθρώπους) ευσεβής, άνθρωπος που τα έργα του ευχαριστούν τον θεό. επίρρ... θεαρέστως και θεάρεστα (Μ θεαρέστως και θεάρεστα) όπως αρέσει στον …
72θεαδής — θεαδής, ές (Μ) αυτός που ευχαριστεί τον θεό, που αρέσει στον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + αδής (< ἅδος < ἁνδάνω «αρέσω»), πρβλ. αυθ άδης] …
73θεϊκάτα — (Μ) επίρρ. όπως αρέσει στον θεό, θεάρεστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. θεϊκά (< θεϊκός) κατά τα επιρρ. σε ατα, πρβλ. ανάκ ατα, σταρ άτα] …
74κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …
75κέφι — το 1. καλή διάθεση, ευδιαθεσία, όρεξη («δεν έχω κέφι σήμερα») 2. η κατάσταση αυτού που βρίσκεται στην αρχή μέθης, ευθυμία («ήλθε στο κέφι») 3. φρ. α) «κάνω κέφι» ή «έρχομαι στο κέφι» ευθυμώ, διασκεδάζω, είμαι ελαφρώς μεθυσμένος β) «τόν κάνω κέφι» …
76καθεστικός — ή, ό καθιστικός, αυτός που τού αρέσει να κάθεται και να κινείται ελάχιστα …
77κακογλωσσεύω — [κακόγλωσσος] 1. είμαι κακόγλωσσος, μού αρέσει να κακολογώ 2. κακολογώ, κατηγορώ, δυσφημώ κάποιον …
78κακολόγος — και κακόλογος, ο (AM κακολόγος, ον) αυτός που τού αρέσει να κακολογεί, κακόγλωσσος, φιλοκατήγορος, συκοφάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + λογος (< λόγος), πρβλ. καινο λόγος, σεμνο λόγος] …
79κακοφαίνεται — αόρ. (ε)κακοφάνη και κακοφάνηκε (Μ κακοφαίνεται, αόρ. [ἐ]κακοφάνη και [ἐ]κακοφάνηκε) απρόσ. 1. βλέπω κάτι με δυσαρέσκεια, δεν μού φαίνεται καλό, δεν μού αρέσει κάτι, μέ δυσαρεστεί («τού κακοφάνηκε ο τρόπος σου») 2. μέ στενοχωρεί, μέ λυπεί κάτι 3 …
80καλαρέσω — (συν. με τις προσ. αντων. μού, σού, τού, μάς κ.λπ., ως απρόσ. και ως προσ.) μού καλαρέσει μού αρέσει πολύ, μού είναι ευχάριστο …