ἀρέσει

  • 61επιθυμώ — (AM ἐπιθυμῶ, έω) έχω την επιθυμία, ορέγομαι να αποκτήσω ή να κάνω κάτι, θέλω νεοελλ. έχω την αξίωση, δίνω την εντολή, απαιτώ μσν. νεοελλ. ποθώ ερωτικά μσν. 1. εύχομαι να γίνει κάτι 2. μού αρέσει κάτι 3. στερούμαι κάτι 4. εποφθαλμιώ κάτι 5. (η μτχ …

    Dictionary of Greek

  • 62επιτίμαιος — ἐπιτίμαιος και ἐπιτιμαῑος, ὁ (Α) (κωμ. παρωνύμιο τού ιστορικού Τιμαίου), αυτός που τού αρέσει να βρίσκει σφάλματα και να κατηγορεί τους άλλους («διά τήν ὑπερβολήν τῆς ἐπιτιμήσεως Ἐπιτίμαιος... ὠνομάσθη», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρατσούκλι (παρωνύμιο)… …

    Dictionary of Greek

  • 63επιτιμητικός — ή, ό (Α ἐπιτιμητικός, ή όν) [επιτιμητής] ο κατάλληλος για επιτίμηση, αυτός που γίνεται για επίπληξη («[τέλος] νουθέτησις λόγος ἐπιτιμητικὸς ἀπὸ γνώμης», Πλάτ.) αρχ. αυτός που τού αρέσει να κατηγορεί, ο φιλοκατήγορος. επίρρ... επιτιμητικώς και ά… …

    Dictionary of Greek

  • 64ερωτητικός — ἐρωτητικός, ή, όν (Α) [ερωτώ] 1. ο ικανός για συζήτηση με ερωτήσεις 2. αυτός που τού αρέσει να ρωτά 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐρωτητική (ενν. τέχνη) η τέχνη με την οποία προκαλούνται λογικά συμπεράσματα με ερωτήσεις. επίρρ... ἐρωτητικῶς με τρόπο που… …

    Dictionary of Greek

  • 65ευάρεστος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυς. Βλ. λ. Μάρτυρες δέκα εν Κρήτη. 2. Ο όσιος. Καταγόταν από επίσημη οικογένεια της Γαλατίας. Ήταν ασκητής της Μονής Στουδίου επί Λέοντα E’ του Αρμένιου. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Δεκεμβρίου.… …

    Dictionary of Greek

  • 66ευήλιος — α, ο (ΑΜ εὐήλιος, ον Α και εὐάλιος, ον) 1. ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο προσηλιακός, ο ηλιόλουστος (α. «τὴν οἰκίαν... ὅτι χειμῶνος μὲν εὐήλιός ἐστι, τοῦ δὲ θέρους εὔσκιος», Ξεν. β. «εὐηλίοις ἐν ἁμέραισιν», Αριστοφ. γ. «ευήλιο διαμέρισμα») αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 67ζυθοποτώ — έω 1. πίνω ζύθο 2. συνηθίζω, μού αρέσει να πίνω ζύθο, πίνω πολύ ζύθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυθοπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Άγγελο Βλάχο] …

    Dictionary of Greek

  • 68ζυθοπότης — ο, θηλ. ζυθοπότις, ιδος 1. αυτός που πίνει ζύθο 2. αυτός που πίνει πολύ ζύθο, αυτός που τού αρέσει να πίνει μπίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + πότης (< πίνω), πρβλ. οινο πότης, χασισο πότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλέξ. Σούτσο] …

    Dictionary of Greek

  • 69ηδυπότης — ἡδυπότης, ὁ (Α) 1. (επίθ. τού Διονύσου) αυτός που τού αρέσει το ποτό, λάτρης τού ποτού, φιλοπότης 2. (για αμπέλι) αυτό που παρέχει καλό και γλυκό ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + πότης (< πίνω), πρβλ. οινο πότης συμ πότης] …

    Dictionary of Greek

  • 70θαρρετός — και θαρρευτός, ή, ό [Μ θαρρετός, ή, ό(ν)] [θαρρώ] 1. αυτός που έχει θάρρος, θαρραλέος, τολμηρός 2. ενθαρρυντικός («θαρρετό σημάδι», Φαλιέρ.) νεοελλ. 1. θρασύς, αναιδής, αυθάδης («σαν πολύ θαρρετός είναι αυτός και δεν μού αρέσει») 2. ταχύς,… …

    Dictionary of Greek