ἀρέσει

  • 51διηγηματικός — ή, ό (Α διηγηματικός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο διήγημα ή στη διήγηση, ο κατάλληλος για διήγηση 2. το ουδ. ως ουσ. το διηγηματικό η αφηγηματική ικανότητα αρχ. αυτός που τού αρέσει να διηγείται …

    Dictionary of Greek

  • 52δοκώ — (I) (AM δοκῶ, έω) Ι. δοκώ αρχ. μσν. και «δοκεῑ μοι» νομίζω, θαρρώ νεοελλ. (ε)δοκήθηκα αντιλήφθηκα αρχ. μσν. 1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» μού φαίνεται ορθό 2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.) 3. (για πρόσ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 53ελοχαρής — ές (για ζώα ή φυτά) αυτός που τού αρέσει να ζει κοντά ή μέσα σε έλη …

    Dictionary of Greek

  • 54εμφιλοχωρώ — (AM ἐμφιλοχωρῶ, έω) 1. κατοικώ κάπου ευχάριστα, μού αρέσει να μένω ή να συχνάζω κάπου 2. (απολ.) εμφανίζομαι ή συχνάζω με ευχαρίστηση κάπου 3. διεισδύω, εισχωρώ …

    Dictionary of Greek

  • 55εντρυφώ — (Μ ἐντρυφῶ, άω) βρίσκω ευχαρίστηση, απόλαυση, τέρψη σε κάποια απασχόληση αρχ. μσν. διασκεδάζω σε βάρος κάποιου αρχ. 1. απόλ. είμαι ή φαίνομαι τρυφηλός 2. φέρομαι περιφρονητικά ή αλαζονικά σε κάποιον, τόν εμπαίζω 3. παθ. ἐντρυφῶμαι γίνομαι στόχος… …

    Dictionary of Greek

  • 56εξαρεσκεύομαι — ἐξαρεσκεύομαι (Α) μού αρέσει κάτι, ευχαριστούμαι, αρέσκομαι σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αρεσκεύομαι (< άρεσκος)] …

    Dictionary of Greek

  • 57εξαρνητικός — ἐξαρνητικός, ή, όν (Α) [εξάρνησις] αυτός που τού αρέσει να αρνείται, να εναντιώνεται, να φέρνει αντιρρήσεις, αντιρρητικός («νῡν μὲν γ ἰδεῑν εἰ πρῶτον ἐξαρνητικός», Αριστοφ.) …

    Dictionary of Greek

  • 58εξονειδιστικός — ἐξονειδιστικός, ή, όν (Α) [εξονειδίζω] αυτός που τού αρέσει να ονειδίζει, να κοροϊδεύει …

    Dictionary of Greek

  • 59επασμενίζω — ἐπασμενίζω (Μ) μού αρέσει κάτι, ευχαριστιέμαι με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ασμενίζω «δέχομαι κάτι ευχάριστα»] …

    Dictionary of Greek

  • 60επιθυμόδειπνος — ἐπιθυμόδειπνος, ον (Α) αυτός που τού αρέσει να παρακάθεται σε δείπνα, ο πρόθυμος για δείπνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιθυμώ + δείπνος] …

    Dictionary of Greek