ἀρέσει

  • 31αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …

    Dictionary of Greek

  • 32αμαξόβιος — α, ο (Α ἁμαξόβιος, ον) 1. (για νομάδες) αυτός που χρησιμοποιεί την άμαξα και ως κατοικία 2. αυτός που τού αρέσει να περνά τον καιρό του επάνω σε άμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + βίος] …

    Dictionary of Greek

  • 33αμφισβητητικός — ή, ό (Α ἀμφισβητητικός, όν) [ἀμφισβήτητος] 1. ο ικανός να αμφισβητεί, ασκημένος στον αντίλογο 2. αυτός που τού αρέσει να αμφισβητεί, εριστικός, φιλόνικος 3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αμφισβητητική η τέχνη τής αμφισβήτησης 4. (το ουδέτερο ως… …

    Dictionary of Greek

  • 34αντιλογικός — ή, ό (Α ἀντιλογικός, όν) αυτός που του αρέσει να αντιλέγει, ο εριστικός νεοελλ. ο αντίθετος προς τη λογική αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο αντιλογικός ο εξασκημένος στην αντιλογία, ο σοφιστής 2. το θηλ. ως ουσ. η ικανότητα στην αντιλογία, η ευχέρεια… …

    Dictionary of Greek

  • 35απαρέσκεια — η το να μην αρέσει κάτι· [ΕΤΥΜΟΛ. < απαρέσκω. Η λ. μαρτυρείται στον Νεόφυτο Δούκα] …

    Dictionary of Greek

  • 36απηλιαστής — ἀπηλιαστής, ο (Α) (κωμική λέξη του Αριστοφάνη με διπλή σημασία) α) αυτός που δεν παίρνει μέρος στις συνεδριάσεις της Ηλιαίας, εχθρός του νόμου β) (από λογοπαίγνιο με τη λ. ήλιος) αυτός που δεν του αρέσει να εκτίθεται στον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την α… …

    Dictionary of Greek

  • 37αποδιάκειμαι — ἀποδιάκειμαι (Α) δεν μου αρέσει κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 38αρέσκεια — η (AM ἀρέσκεια) ευχαρίστηση, ικανοποίηση, προτίμηση αρχ. 1. το να προσπαθεί κάποιος να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, η δουλοπρέπεια 2. κάθε τι που κολακεύει ή ευχαριστεί κάποιον 3. (με καλή σημασία) η καλή, η αρμόζουσα, η ηθική συμπεριφορά 4. αἱ… …

    Dictionary of Greek

  • 39αρεσκόντως — (AM ἀρεσκόντως) επίρρ. [αρέσκω] προσφυώς, με τρόπο που ν αρέσει …

    Dictionary of Greek

  • 40αρεστός — ή, ό (AM ἀρεστός, ή, όν) αυτός που αρέσει, ευχάριστος, ευάρεστος αρχ. αυτός που είναι ευπρόσδεκτος, που έχει εγκριθεί ή επιδοκιμαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω. ΣΥΝΘ. αυτάρεστος, δυσάρεστος, ευάρεστος, θεάρεστος αρχ. ανήρεστος, θυμάρεστος. Απαντούν… …

    Dictionary of Greek