ἀρέσει

  • 21Gia (song) — Infobox Single Name = Gia Artist = Despina Vandi from Album = Gia B side = Released = flagicon|Greece October 12, 2003 flagicon|United States November 18, 2004 flagicon|United States August 17, 2004 (EP) Format = CD single Maxi CD 12 Vinyl… …

    Wikipedia

  • 22Maro Douka — Born 1947 Chania, Greece Occupation Novelist Nationality Greek …

    Wikipedia

  • 23годѣ — (150) нар. В роли сказ. Угодно; должно: чл҃вкъ мѹдръ годѣ бѹдеть вельможѩмъ (ἀρέσει) Изб 1076, 179; ˫ако ты ны<нѣ> ѥси вл҃дко съвъкѹпилъ въ мѣсто се || и аще годѣ ти есть жити намъ въ нѥмь. ЖФП XII, 55б–в; и годѣ бысть кн˫азю съвѣтъ ѥго и… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 24негодовати — НЕГОД|ОВАТИ (50), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1. Испытывать, проявлять негодование, гнев по отношению к кому л., чему л.; роптать, возмущаться: и ерьтикомъ негодова (πρоσоχϑήσας) ЖФСт XII, 126 об.; обаче негодовавъше сами при˫атыихъ ради. (ἀγανανακτήσαντες)… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 25-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …

    Dictionary of Greek

  • 26Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… …

    Dictionary of Greek

  • 27άρπαγας — ο (AM ἄρπαξ, [ αγος], Μ και ἅρπαγος, ον) αυτός που του αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρπάζω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αρπάγιον ( άγι). ΣΥΝΘ. αρχ. αρπαξάνδρα, χρεάρπαξ, ψιχάρπαξ μσν. δελεάρπαξ, υδράρπαξ, ψυχάρπαξ (μσν.νεοελλ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 28αγαπώ — ( άω) (Α ἀγαπῶ) 1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον 2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι 3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι νεοελλ. 1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό 2. μέσ. αγαπιέμαι γίνομαι αξιαγάπητος αρχ. 1. εκλιπαρώ, ικετεύω,… …

    Dictionary of Greek

  • 29αγκιναροφάγος — ο αυτός που τού αρέσει πολύ να τρώει αγκινάρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκινάρα + φάγος < ἔφαγον, αόρ. β τού τρώγω] …

    Dictionary of Greek

  • 30αγκυλωτήρι — το [αγκυλώνω] (για πρόσωπα) αυτός που τού αρέσει να αγκυλώνει, να ενοχλεί τους άλλους (πειραχτήρι) …

    Dictionary of Greek