ἀρέσει

  • 121παιχνιδιάρης — και παιγνιδιάρης, α και ισσα, ικο 1. αυτός που τού αρέσει να ασχολείται με παιχνίδια, εύθυμος, χωρατατζής 2. αυτός που τού αρέσουν τα ερωτικά παιχνίδια, οι ερωτοτροπίες, ερωτύλος («παιχνιδιάρα γυναίκα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παιχνίδι / παιγνίδι + κατάλ …

    Dictionary of Greek

  • 122παρακοιμάμαι — και παρακοιμούμαι 1. κοιμάμαι περισσότερο από όσο πρέπει 2. μού αρέσει ο ύπνος, είμαι υπναράς …

    Dictionary of Greek

  • 123πειραχτήριο — και πειραχτήρι και πειρακτήριο και πειρακτήρι (ιδίως για παιδιά ή νεαρούς) αυτός που τού αρέσει να πειράζει τους άλλους, που αισθάνεται ευχαρίστηση να τούς εμπαίζει, να αστειεύεται μαζί τους, να τους ενοχλεί με περιπαικτικά λόγια ή χειρονομίες.… …

    Dictionary of Greek

  • 124πλήκτης — ὁ, Α [πλήσσω] 1. αυτός που τού αρέσει να διαπληκτίζεται, ο καβγατζής («μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδή», ΚΔ) 2. (για τον δυνατό ήλιο) εκείνος που χτυπάει στο κεφάλι, που ενοχλεί με τις ακτίνες του («τὸν ἥλιον ὀξὐν ὄντα καὶ πλήκτην», Πλούτ …

    Dictionary of Greek

  • 125πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… …

    Dictionary of Greek

  • 126πολιτικολογώ — έω, Ν μιλώ διαρκώς για πολιτική, μού αρέσει η πολιτικολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] …

    Dictionary of Greek

  • 127ποτάς — άδος, ἡ Α (για γυναίκα) αυτή που τής αρέσει να πίνει, μπεκρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πότης + επίθημα άς, άδος] …

    Dictionary of Greek

  • 128πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… …

    Dictionary of Greek