ἀρέσει

  • 111μπολού — η γυναίκα που γυρίζει συνεχώς στους δρόμους, που δεν τής αρέσει να μένει στο σπίτι της. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπολεύω «περιφέρομαι» + κατάλ. ού] …

    Dictionary of Greek

  • 112μόδος — ο (Μ μόδος) 1. τρόπος («εις κάποιο μόδο γεις τ αλλού ήπαιζε με τ αμμάτι», Ερωτόκρ.) 2. μέθοδος 3. δυνατότητα 4. μέσο 5. φρ. α) «είμαι τού μόδου μου» είμαι ελεύθερος β) «κάνω μόδο» i) βρίσκω τρόπο ii) πετυχαίνω νεοελλ. επάρκεια πόρων ζωής,… …

    Dictionary of Greek

  • 113νταραβερτζής — και νταλαβερτζής, ο 1. αυτός που έχει εμπορικές συναλλαγές, που έχει δοσοληψίες με κάποιον 2. πολυπράγμων, αυτός που αναμιγνύεται σε διάφορες υποθέσεις κυνηγώντας το κέρδος 3. αυτός που τού αρέσει να προκαλεί φασαρία, εριστικός, καβγατζής.… …

    Dictionary of Greek

  • 114ντύσιμο — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ντύνω, ένδυση ή κάλυψη με ρούχα 2. επένδυση, επικάλυψη («ντύσιμο βιβλίου») 3. το σύνολο τών ενδυμάτων ή ο τρόπος με τον οποίο ντύνεται κανείς, περιβολή (α. «δεν προσέχει το ντύσιμό της» β. «τής αρέσει το… …

    Dictionary of Greek

  • 115νυκτοπλάνος — ο, η αυτός που τού αρέσει να περιπλανάται στη διάρκεια τής νύχτας, νυκτόβιος, ξενύχτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτα + πλάνος (< πλανῶμαι), πρβλ. λαο πλάνος] …

    Dictionary of Greek

  • 116νυκτοπλοϊκός — νυκτοπλοϊκός, ή, όν (Α) [νυκτοπλοώ] αυτός που τού αρέσει να πλέει τη νύχτα …

    Dictionary of Greek

  • 117ξαναδοκιμάζω — 1. επαναλαμβάνω τη δοκιμή, δοκιμάζω πάλι, επιχειρώ και πάλι 2. γεύομαι ξανά («ξαναδοκίμασε το φαγητό μήπως σού αρέσει») 3. υποβάλλω πάλι σε δοκιμασία κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 118οινοπότης — ο, θηλ. οινοπότις (Α οἰνοπότης, θηλ. οἰνοπότις, ιδος) αυτός που ρέπει προς την οινοποσία, που τού αρέσει να πίνει κρασί, μέθυσος, μπεκρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + πότης (< θ. πο τού πίνω*), πρβλ. γαλακτο πότης] …

    Dictionary of Greek

  • 119οσπριοφάγος — ο 1. αυτός που τρώει κυρίως όσπρια 2. αυτός που τού αρέσει να τρώει όσπρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < όσπριο + φαγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω «τρώγω»), πρβλ. χορτο φάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Δ. Γαλανό] …

    Dictionary of Greek

  • 120παζαρευτής — ο, θηλ. παζαρεύτρα [παζαρεύω] αυτός που τού αρέσει να παζαρεύει, ο ικανός, ο επιτήδειος στο παζάρεμα …

    Dictionary of Greek