ἀρέσει

  • 11φιλαπόδημος — η, ο / φιλαπόδημος, ον, ΝΑ αυτός που τού αρέσει να αποδημεί, να ξενιτεύεται αρχ. αυτός που τού αρέσει να ταξιδεύει, ταξιδιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀπόδημος «ξενιτεμένος»] …

    Dictionary of Greek

  • 12φιλοθέωρος — ον, Α 1. φιλοθεάμων 2. αυτός που τού αρέσει να βλέπει κάτι («φιλοθεώρους τῶν καλῶν ἔργων καὶ μεγάλων», Διον. Αλ.) 3. αυτός που τού αρέσει να θεάται, να παρατηρεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θεωρός «θεατής, παρατηρητής» (πρβλ. ἀρχι θέωρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 13φιλομάκελλος — ον, Μ 1. αυτός που αγαπά τη μάκελλα, την τσάπα, που τού αρέσει να σκάβει, να τσαπίζει 2. (για σκύλο) αυτός που τού αρέσει το σφαγείο, που τόν τραβάει το σφαγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μάκελλος (< μάκελλα)] …

    Dictionary of Greek

  • 14φιλοπαίγμων — ον, ΝΑ, και αττ. τ. φιλοπαίσμων, ον, Α (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) αυτός που τού αρέσει να αστειεύεται, να πειράζει αρχ. αυτός που τού αρέσει να παίζει, να διασκεδάζει («φιλοπαίγμων Διόνυσος», Ανακρέοντ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παίγμων (<… …

    Dictionary of Greek

  • 15φιλοπράγμων — όπραγμον, ΜΑ 1. αυτός που τού αρέσει να ασχολείται με πολλά, πολυπράγμων, πολυάσχολος 2. (με αρνητική σημ.) αυτός που τού αρέσει να ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις, περίεργος, αδιάκριτος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπραγμον η φιλοπραγμοσύνη.… …

    Dictionary of Greek

  • 16φιλόβιβλος — ον, ΜΑ μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόβιβλον μεγάλη αγάπη για τα βιβλία αρχ. 1. αυτός που τού αρέσουν τα βιβλία, βιβλιόφιλος 2. αυτός που τού αρέσει να διαβάζει βιβλία 3. αυτός που τού αρέσει η ανάγνωση τής Βίβλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βίβλος… …

    Dictionary of Greek

  • 17φιλόδειπνος — ον, Α 1. αυτός που τού αρέσει να παρακάθεται σε συμπόσια 2. αυτός που τού αρέσει να παραθέτει γεύματα σε άλλους 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόδειπνον η αγάπη για τα δείπνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. δωρό δειπνος] …

    Dictionary of Greek

  • 18φιλότροφος — ον, Α 1. αυτός που τού αρέσει να περιποιείται τους τροφίμους («φιλότροφε χαῑρε Ἑλένη Τιμοκλείδου», επιγρ.) 2. αυτός που τού αρέσει να εκτρέφει ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τροφος (< τρέφω), πρβλ. εὔ τροφος] …

    Dictionary of Greek

  • 19ωραίο — ονομάζεται καθετί που αρέσει σε εκείνον που το βλέπει, το διαβάζει ή το ακούει, άσχετα από τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να το χρησιμοποιήσει ή με τις σχέσεις που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ του παρατηρητή και του παρατηρουμένου προσώπου ή… …

    Dictionary of Greek

  • 20Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …

    Wikipedia