ἀράμ

  • 1Κατσατουριάν, Αράμ Ίλιτς — Βλ. λ. Χατσατουριάν, Αράμ Ίλιτς …

    Dictionary of Greek

  • 2Κχατσατουριάν, Αράμ Ίλιτς — Ρώσος συνθέτης. Βλ. λ. Χατσατουριάν, Άραμ Ίλιτς …

    Dictionary of Greek

  • 3Χατσατουριάν, Αράμ Ίλιτς — (Τμπιλίσι 1903). Ρώσος συνθέτης. Αφού πήρε πτυχίο βιολοντσέλου και σύνθεσης από το Ωδείο της Μόσχας, συγχώνευσε, στην πλούσια παραγωγή του, το λαϊκό στοιχείο σε μια γλώσσα, όπου συχνά αναγνωρίζει κανείς απόηχους του γαλλικού εμπρεσιονισμού.… …

    Dictionary of Greek

  • 4Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… …

    Dictionary of Greek

  • 5μαμωνάς — και μαμμωνάς, ο (AM μαμωνάς και μαμμωνάς) (αραμ. λέξη) ο πλούτος νεοελλ. ως κύριο όν. Μαμ(μ)ωνάς ο θεός τού πλούτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αραμ. προέλευσης] …

    Dictionary of Greek

  • 6Αραμαίοι — Σημιτικός λαός του δυτικού κλάδου της σημιτικής φυλής, γνωστός από σφηνοειδείς γραπτές μαρτυρίες ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. To όνομά τους προέρχεται από τη λέξη Αράμ Αρνάμ, περιοχή κοντά στο Χαμπούρ, αριστερό παραπόταμο του Ευφράτη. Νομάδες… …

    Dictionary of Greek

  • 7Εμμανουήλ — I Αρχαίο εβραϊκό όνομα που, στην κυριολεξία, σημαίνει ο Θεός μαζί μας. Το όνομα αυτό αναφέρεται στο βιβλίο του προφήτη Ησαΐα, γνωστό και ως βιβλίο του Εμμανουήλ, και υπήρξε αντικείμενο έντονων συζητήσεων μεταξύ των θεολόγων και των μελετητών των… …

    Dictionary of Greek

  • 8Matthew 1:3 — A sketch of Michelangelo s destroyed Phares Esrom Aram. Matthew 1:3 is the third verse of the first chapter of the Gospel of Matthew in the New Testament. The verse is part of the section where the genealogy of Joseph, the legal father of Jesus …

    Wikipedia

  • 9Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… …

    Dictionary of Greek

  • 10αβάς — O ηγούμενος του αβαείου, δηλαδή μεγάλου μοναστηριού της καθολικής εκκλησίας. Επίσης, τίτλος των επισκόπων της συριακής και της κοπτικής εκκλησίας. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες χρησιμοποιούσαν τον όρο ως τιμητική προσαγόρευση των μοναχών. H… …

    Dictionary of Greek