ἀρωγοναύτης
1ἀρωγοναύτας — ἀρωγοναύτᾱς , ἀρωγοναύτης helper of sailors masc acc pl ἀρωγοναύτᾱς , ἀρωγοναύτης helper of sailors masc nom sg (epic doric aeolic) …
1ἀρωγοναύτας — ἀρωγοναύτᾱς , ἀρωγοναύτης helper of sailors masc acc pl ἀρωγοναύτᾱς , ἀρωγοναύτης helper of sailors masc nom sg (epic doric aeolic) …