ἀρωγή
1ἀρωγῇ — ἀρωγή aid fem dat sg (attic epic ionic) …
2ἀρωγή — aid fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3αρωγή — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 233 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγείρου. * * * η (AM ἀρωγή) (Α) [αρήγω] η βοήθεια, η επικουρία ή η περίθαλψη νεοελλ. το ποσό που δίνεται ως δάνειο ή βοήθημα …
4αρωγή — η βοήθεια, συνδρομή, προστασία: Η αρωγή των αδελφών του στην ανάδειξή του ήταν πολύ σημαντική …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀρωγῆι — ἀρωγῇ , ἀρωγή aid fem dat sg (attic epic ionic) …
6ἀρωγαῖς — ἀρωγή aid fem dat pl …
7ἀρωγαί — ἀρωγή aid fem nom/voc pl …
8ἀρωγῆς — ἀρωγή aid fem gen sg (attic epic ionic) …
9ἀρωγήν — ἀρωγή aid fem acc sg (attic epic ionic) …
10ἀρωγῶν — ἀρωγή aid fem gen pl ἀρωγός aiding masc/fem/neut gen pl …