ἀρχιερεύς
61σταυρώνω — σταυρῶ, όω, ΝΜΑ, και σταυρώνω Μ [σταυρός] 1. προσηλώνω κάποιον επάνω στον σταυρό, θανατώνω με σταυρικό θάνατο (α. «αυτοί που σταύρωσαν τον Χριστό» β. «παραδώσουσιν αὐτόν., και σταυρῶσαι» γ. «τοὺς αἰχμαλώτους ἐσταύρωσαν», Πολ.) 2. (το αρσ. μτχ.… …
62συναρχιερεύς — έως, ὁ, Μ εκκλ. αρχιερέας μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀρχιερεύς] …
63Μουσείο Αντιβουνιώτισσας (Κερκύρας) — Το μουσείο μεταβυζαντινής τέχνης της Κέρκυρας –ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα εξέλιξης της εκκλησιαστικής ζωγραφικής κατά τη διάρκεια της μεταβυζαντινής περιόδου– λειτουργεί και πάλι από το 1994, μετά τη δεύτερη, τελική φάση αναστήλωσης του ναού… …
64Μουσείο Ζακύνθου — Το Μουσείο Ζακύνθου (πλατεία Σολωμού) θεωρείται από πολλούς ιστορικούς της τέχνης ένα από τα σημαντικότερα της Ελλάδας, για ένα βασικό κυρίως λόγο: Μέσα από τα περίπου 600 εκθέματά του μπορεί κανείς να παρακολουθήσει πιο καθαρά απ’ ό,τι σε… …
65iereu — ieréu s. m. (sil. ie ), art. ieréul; pl. ieréi, art. ieréii Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar ortografic ieréu, ieréi, s.m. (înv.) preot. Trimis de blaurb, 30.05.2006. Sursa: DAR ieréu (i …
66ԱՐՔԵՐԷՑ — ( ) NBH 1 0385 Chronological Sequence: 11c գ. Իբր յն. ἁρχιερεύς Աւագերէց. երիտապետ: Վրք. ոսկ …
67ԵՐԻՑԱՊԵՏ — (ի, աց.) NBH 1 0685 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 11c գ. ἁρχιερεύς archipresbyter Պետ երիցանց. աւագերէց. գլուխ քահանայից, փոխանորդ եպիսկոպոսի: Բուզ. ՟Դ. 7: Ճ. ՟Ա.: Արծր. ՟Բ. 3: Ասող. ՟բ. 3 …
68ՉՔԱՀԱՆԱՅԱՊԵՏ — (ի, աց.) NBH 2 0581 Chronological Sequence: Early classical գ. οὑκ ἁρχιερεύς non pontifex. Որ չէ ճշմարիտ քահանայապետ. *Վասն ամպարիշտ եւ չքահանայապետ յասոնեայ անհնարին մոլորութեանն. (ա՛յլ ձ. չքահանայապետութեան.) ՟Բ. Մակ. ՟Դ. 13 …
69ՏԱՃԱՐԱՊԵՏ — (ի, աց.) NBH 2 0842 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. Պետ տաճարի (ըստ ամենայն նշ.): Որպէս νεωκόρος aedituus ἁρχιερεύς pontifex ἰεράρχης qui sacris praeest. Մեհենապետ. քրմապետ. եւ քրմուհի. *Տաճարացն իսկ տաճարապետք եւ… …
70ՔԱՀԱՆԱՅԱՊԵՏ — (ի, աց կամ ից.) NBH 2 0968 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 12c գ. ἁρχιερεύς summus sacerdos, pontifex. Պետ եւ գլուխ քահանայից կամ յաջորդք նորա՝ գլխաւոր գործակցօք. ʼի նորումս ճշմտրիտ քահանայապետ յաւիտենից Քրիստոս, եւ փոխանորդք նորա՝ եւ… …