ἀρχιερεύς

  • 21архиѥрѣи — АРХИѤРѢ|И (143), ˫А с. ἀρχιερεύς Первосвященник; архиерей; лицо, имеющее одну из высших степеней священства: ти ни въ || горѣ сеи ни въ иерл҃имѣ желаѥть поклонити сѩ б҃оу. оутрь бо имать въ себѣ оц҃ѩ: оутрь же и с҃на и архиерѣ (τὸν ἀρχιερέα) Изб… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 22αρχιερέας — Εκείνος που έχει το αξίωμα του επισκόπου ή του μητροπολίτη ή του πατριάρχη. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άρχω και το ουσιαστικό ιερέας. Στην αρχαιότητα, α. ήταν τίτλος που απένεμαν αρχικά στους ιερείς και στις ιέρειες των σατραπειών του οίκου… …

    Dictionary of Greek

  • 23δημαίτητος — δημαίτητος, ον (Α) αυτός τον οποίο ζητάει ο λαός («ὁ ἀρχιερεὺς ὀφείλει εἶναι ἤ Θεαίτητος ἤ δημαίτητος» ο αρχιερεύς οφείλει να είναι ή θεοπρόβλητος ή λαοπρόβλητος). [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + αιτώ «ζητώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 24Μουσείο, Εκκλησιαστικό Εκατονταπυλιανής Πάρου — Η εκκλησία της Εκατονταπυλιανής (ονομασία που πήρε από τις εκατό πύλες που, σύμφωνα με την παράδοση, είχε) ή Καταπολιανής (που σημαίνει κατά την πόλη, δηλαδή προς το μέρος της αρχαίας πόλης) θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της… …

    Dictionary of Greek

  • 25Οικουμενικό Πατριαρχείο — Η έδρα του οικουμενικού πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, αρχηγού της Ορθοδοξίας και προκαθήμενου των πατριαρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθώς και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία. Το Ο.Π.… …

    Dictionary of Greek

  • 26ἀρχιερέων — ἀρχιέρεως arch priest masc gen pl (attic epic ionic) ἀρχιερεύς arch priest masc gen pl ἀρχιερέω̆ν , ἀρχιερεύς arch priest masc gen pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 27АРХИЕРЕЙ — [греч. ἀρχιερεύς старший иерей], высшая степень священства, то же, что архипастырь или епископ, если слово «епископ» употребляется не как обозначение сана, а как именование всех священнослужителей, стоящих на высшей, 3 й, степени священства, в… …

    Православная энциклопедия

  • 28архиерей — простор. алхирей, севск., русск. цслав. архиерѣи, Остром., ст. слав. архиереи, Супр. Из греч. ἀρχιερεύς – то же (Софоклес 257); см. Фасмер, Гр. сл. эт. 60 …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 29Augustus — mit Bürgerkrone (corona civica) So genannte „Augustus Bevilacqua“ Büste, Münchner Glyptothek Augustus (* 23. September 63 v. Chr.[1] als Gaius Octavius in …

    Deutsch Wikipedia

  • 30Augustus Octavian — Augustus mit Bürgerkrone (corona civica) So genannte „Augustus Bevilacqua“ Büste, Münchner Glyptothek Augustus (* 23. September 63 v. Chr.[1] als Gaius Octavius in …

    Deutsch Wikipedia