ἀρχαῖοι

  • 111Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …

    Dictionary of Greek

  • 112Ωρίων — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν είναι γνωστό πού και πότε μαρτύρησε. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Νοεμβρίου. II (Αστρον.). Ένας από τους λαμπρότερους αστερισμούς, Ν του Ζωδιακού και κοντά στον ουράνιο ισημερινό. Αποτελείται από 150… …

    Dictionary of Greek

  • 113άβακας — I Αρχιτεκτονικό στοιχείο, χαρακτηριστικό των αρχαίων ρυθμών: η πέτρινη ή μαρμάρινη, τετράγωνη, πολυγωνική ή κυκλική πλάκα, που είναι τοποθετημένη επάνω από το κιονόκρανο. Μικρού πάχους κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, αποκτά μεγαλύτερο ύψος στη …

    Dictionary of Greek

  • 114άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… …

    Dictionary of Greek

  • 115άδακρυς — Αδάκρυτος, εκείνος που δεν δακρύζει ή και εκείνος που δεν προξενεί δάκρυα. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να χρησιμοποιούν τις εκφράσεις ά. μάχη, ά. νίκη και ά. πόλεμος.Στην αρχή, οι εκφράσεις αυτές σήμαιναν ότι είχε επιτευχθεί η νίκη χωρίς… …

    Dictionary of Greek

  • 116άδραστος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Άργους, γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης, κόρης του Άβαντα. Αδελφοί του ήταν ο Παρθενοπαίος, ο Πρώναξ, o Μηκιστεύς κι ο Αριστόμαχος. Αδελφή του ήταν η Εριφύλη. O Ταλαός σκοτώθηκε από τον συγγενή του… …

    Dictionary of Greek

  • 117άκμηνος — ἄκμηνος, ον (Α) ο νηστικός, αυτός που δεν έχει φάει ή δεν θέλει να φάει τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι σχολιαστές συνδέουν το επίθ. με την αιολ. λ. ἄκμη, που κατά τον Ησύχιο: ἄκμα «νηστεία, ένδεια»] …

    Dictionary of Greek

  • 118άκορον — ἄκορον, το (Α) το φυτό Iris Pseudacerus. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. οι αρχαίοι Έλληνες συνέδεαν τη λ. με το ουσ. κόρη (τού οφθαλμού)] …

    Dictionary of Greek

  • 119άλεισον — Είδος ποτηριού που το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες σε συμπόσια και σπονδές. Κατασκευαζόταν συνήθως από χρυσό ή άλλο πολύτιμο μέταλλο. Ήταν σκαλιστό και διακοσμημένο με διάφορες ανάγλυφες παραστάσεις. Από τον Όμηρο περιγράφεται με δύο λαβές… …

    Dictionary of Greek

  • 120άνω — (I) ἄνω (Α) 1. διανύω, τελειώνω 2. παθ. (κυρίως για χρονική περίοδο) φθάνω στο τέρμα, προχωρώ προς το τέλος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνFω. Παράλληλος τ. του ανύω, που απαντά στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο και στους ποιητές]. (II) (Α ἄνω) επίρρ. 1. επάνω 2.… …

    Dictionary of Greek