ἀρχήν
101λεία — Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου. δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον… …
102μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… …
103μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …
104μαθητεία — Όρος του εργατικού δικαίου που δηλώνει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο μαθητευόμενος, γενικά σε ηλικία 14 έως 20 ετών, κατά την πρακτική εκμάθηση ενός επαγγέλματος ή ειδικότητας, κυρίως στον βιομηχανικό και στον βιοτεχνικό τομέα, υπό την… …
105μετάγω — (ΑM μετάγω) μεταφέρω κάτι από έναν τόπο σε άλλο («πάντα τὸν πόλεμον μετάξειν εἰς τὴν Λιβύην», Διόδ.) μσν. αρχ. 1. μεταβιβάζω («πᾱσαν τὴν ἀρχὴν Ῥωμαίων εἰς ἐαυτὸν καὶ τοὺς παῑδας μεταγαγεῑν καὶ βεβαιώσασθαι ἠθέλησε», Ηρωδιαν.) 2. οδηγώ κάποιον από …
106μεταλαβαίνω — και μεταλαμβάνω (ΑM μεταλαμβάνω, Μ και μεταλαβαίνω) [λαβαίνω/ λαμβάνω] 1. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω 2. λαμβάνω την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ νεοελλ. 1. (για ιερέα) δίνω σε κάποιον την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ κάποιον 2. καλώ με απεσταλμένο μου… …
107μεταπορεύομαι — (ΑΜ) [πορεύομαι] μεταβάλλω, αλλάζω αρχ. 1. πορεύομαι μετά από κάποιον, καταδιώκω κάποιον με εχθρικές διαθέσεις 2. εκδικούμαι κάποιον, τιμωρώ 3. ζητώ ή επιδιώκω να αποκτήσω κάτι, επιζητώ κάτι («οὐκ ἐτόλμα μεταπορεύεσθαι τὴν αὐτὴν ἀρχήν», Πολ.) 3.… …
108μετριάζω — (I) (ΑΜ μετριάζω, Μ και μιτριάζω και μιτριγιάζω) 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι μέτριο, κρατώ κάτι μέσα στα όρια τού μέτρου, μειώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση, περιστέλλω, περιορίζω (α. «μετριάζω την ταχύτητα» β. «οὐκ ἂν ποτ ᾠήθησαν ὅρκοις …
109μηλόβοτος — μηλόβοτος, ον (Α) 1. αυτός που βόσκεται από πρόβατα («μηλοβότου Φρυγίας», Αισχύλ.) 2. μτφ. αυτός που τίθεται στη διάθεση ανάξιων προσώπων («μηλόβοτον γυναίοις τὴν ἀρχῆν ἀνῆκεν», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + βοτος (< βόσκω),… …
110μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …