ἀρχέ-τῠπος

  • 1ζωοτύπος — ζῳοτύπος, ον (Α) 1. αυτός που πλάθει, που απεικονίζει έμψυχα όντα κατ απομίμηση τής φύσεως, αυτός που δημιουργεί εικόνες ζώων (για γλύπτη) 2. (για ποιητή) αυτός που περιγράφει κάτι ζωηρά και πιστά. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1. από ζω(ο) (ΙΙ)*, ενώ με… …

    Dictionary of Greek

  • 2θεότυπος — θεότυπος, ον (AM) ο όμοιος με τον θεό, ο φτιαγμένος κατ εικόνα τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τυπος (< τύπος), πρβλ. αρχέ τυπος, πρωτό τυπος] …

    Dictionary of Greek

  • 3κακέκτυπος — η, ο 1. αυτός που παρουσιάζει σφάλματα και ελλείψεις κατά την εκτύπωση, ο κακοτυπωμένος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κακέκτυπα τα γραμματόσημα που εμφανίζουν ελαττωματική εμφάνιση και ουσιώδεις παραλλαγές από τον κανονικό τύπο στο χρώμα, στη… …

    Dictionary of Greek