ἀρχέστατος

  • 1αρχέστατος — ἀρχέστατος, ο (Α) ο πάρα πολύ αρχαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχε * + στατος < ίστημι] …

    Dictionary of Greek

  • 2АРХЕСТРАТ —    • Archestrătus,          Άρχέστατος, родом из Гелы, современник Дионисия Младшего, подобно многим нижнеитальянским и сицилийским писателям прославившийся в области литературы высшего поваренного искусства и гастрономии; написал гекзаметрами в… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 3αρχε- — (AM ἀρχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη μορφή αρχε ως α συνθετικό εμφανίζεται ένας μικρός σχετικά αριθμός συνθέτων λέξεων της Ελληνικής, της αρχαίας κυρίως, απ όπου μερικές διατηρήθηκαν και στη νέα Ελληνική, των οποίων το β συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Το… …

    Dictionary of Greek