ἀρτάβη
1αρτάβη — ἀρτάβη, η (Α) είδος περσικού και αιγυπτιακού μέτρου χωρητικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνειο ανατολικής προελεύσεως και συνδέεται με το αραμ. rdb και το μτγν. βαβυλ. αrdαbu. Παλαιότερα εθεωρείτο ότι προήλθε από την Αίγυπτο, σύμφωνα όμως με… …
2ἀρτάβη — artaba fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3ἀρτάβῃ — ἀρτάβη artaba fem dat sg (attic epic ionic) …
4ἀρτάβαι — ἀρτάβη artaba fem nom/voc pl ἀρτάβᾱͅ , ἀρτάβη artaba fem dat sg (doric aeolic) …
5ἀρταβῶν — ἀρτάβη artaba fem gen pl …
6ἀρτάβην — ἀρτάβη artaba fem acc sg (attic epic ionic) …
7ἀρτάβης — ἀρτάβη artaba fem gen sg (attic epic ionic) …
8ημιάρταβος — ἡμιάρταβος, ον (Α) πάπ. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε μισή αρτάβη*(«ημιάρταβον μέτρον», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + αρτάβη «περσικό μέτρο χωρητικότητας»] …
9ἀρτάβα — ἀρτάβᾱ , ἀρτάβη artaba fem nom/voc/acc dual ἀρτάβᾱ , ἀρτάβη artaba fem nom/voc sg (doric aeolic) …
10ἀρτάβας — ἀρτάβᾱς , ἀρτάβη artaba fem acc pl ἀρτάβᾱς , ἀρτάβη artaba fem gen sg (doric aeolic) …