ἀρτοκόπος
1αρτοκόπος — ἀρτοκόπος και πόπος, ο, η (Α) ο αρτοποιός, αυτός που παρασκευάζει ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρτοπόκος, με μετάθεση < αρτοπόπος, με ανομοίωση. Το β συνθετικό ποπος < * kwopos (< * pokwos, με μετάθεση) ανάγεται στη ρίζα *pekw «ψήνω, μαγειρεύω»… …
2ἀρτοκόπος — baker masc/fem nom sg …
3ἀρτοκόποι — ἀρτοκόπος baker masc/fem nom/voc pl …
4ἀρτοκόπον — ἀρτοκόπος baker masc/fem acc sg …
5ἀρτοκόπου — ἀρτοκόπος baker masc/fem gen sg …
6ἀρτοκόπους — ἀρτοκόπος baker masc/fem acc pl …
7ἀρτοκόπων — ἀρτοκόπος baker masc/fem gen pl …
8άρτος — ο (AM ἄρτος) 1. το ψωμί 2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» οι καθημερινές ανάγκες διατροφής β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» ο Χριστός μσν. νεοελλ. 1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας 2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία* 3. το κομμάτι του άρτου που… …
9αρτοκοπικός — ἀρτοκοπικός, ή, όν, (Α) [αρτοκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρτοκόπο, τον αρτοποιό …
10αρτοπόπος — βλ. αρτοκόπος …