ἀρτοθήκη
1ἀρτοθήκη — pantry fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2ἀρτοθήκῃ — ἀρτοθήκη pantry fem dat sg (attic epic ionic) …
3ἀρτοθήκην — ἀρτοθήκη pantry fem acc sg (attic epic ionic) …
4ἀρτοθήκης — ἀρτοθήκη pantry fem gen sg (attic epic ionic) …
5θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …
6πευδρία — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «αρτοθήκη» …