ἀρτι-θανής

  • 1ημιθανής — ές (AM ἡμιθανής, ές) αυτός που βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, σε κώμα, μισοπεθαμένος, σχεδόν νεκρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + θανής (< θνήσκω) πρβλ. αρτι θανής] …

    Dictionary of Greek

  • 2νεοθανής — νεοθανής, ές (ΑΜ) αυτός που πέθανε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θανής (< θ. θαν τού θάνατος), πρβλ. αρτι θανής] …

    Dictionary of Greek

  • 3αρτιθανής — ἀρτιθανής, ές (Α) αυτός που πέθανε πριν λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + θανής < (θ.) θαν , έθανον (αόρ. β του θνήσκω) (πρβλ. αειθανής] …

    Dictionary of Greek