ἀρτιγέννητος
1ἀρτιγέννητος — masc/fem nom sg …
2αρτιγέννητος — η, ο (Μ ἀρτιγέννητος, ον) αυτός που γεννήθηκε πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτι * + γέννητος < γεννητός < γεννώ (πρβλ. αγέννητος, νεογέννητος)] …
3αρτιγέννητος — η, ο αυτός που πρόσφατα γεννήθηκε ή ιδρύθηκε: Αυτή η οργάνωση είναι αρτιγέννητη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀρτιγέννητον — ἀρτιγέννητος masc/fem acc sg ἀρτιγέννητος neut nom/voc/acc sg …
5ἀρτιγεννήτοις — ἀρτιγέννητος masc/fem/neut dat pl …
6ἀρτιγεννήτου — ἀρτιγέννητος masc/fem/neut gen sg …
7ἀρτιγεννήτους — ἀρτιγέννητος masc/fem acc pl …
8ἀρτιγεννήτων — ἀρτιγέννητος masc/fem/neut gen pl …
9ἀρτιγέννητα — ἀρτιγέννητος neut nom/voc/acc pl …
10αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων …
- 1
- 2