ἀρτί-τομος

  • 1ιθύτομος — ἰθύτομος, ον (Α) αυτός που έχει τμηθεί σε ευθεία γραμμή, ο ευθύς («ἰθύτομος οἶμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + τομος (< τόμος), πρβλ. αρτί τομος, υλό τομος] …

    Dictionary of Greek

  • 2αρτίτομος — ἀρτίτομος, ον (AM) αυτός που κόπηκε πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + τόμος < τέμνω (πρβλ.) άτομος, νεότομος)] …

    Dictionary of Greek

  • 3άρταμος — ἄρταμος, ο (Α) 1. αυτός που κόβει σε κανονικά κομμάτια, ο μάγειρος ή ο χασάπης 2. μτφ. ο φονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπανίως χρησιμοποιούμενη λέξη. Σύμφωνα με την ερμηνεία της λ. στον Ευστάθιο («ο εις άρτια τέμνων»), η λ. θα μπορούσε να… …

    Dictionary of Greek