ἀρτί-κολλος
1λιθόκολλος — λιθόκολλος, ον (Α) λιθοκόλλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. αρτί κολλος, χρυσό κολλος] …
1λιθόκολλος — λιθόκολλος, ον (Α) λιθοκόλλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. αρτί κολλος, χρυσό κολλος] …