ἀρρωστία

  • 91δυσανάληπτος — δυσανάληπτος, ον (Α) 1. εκείνος τον οποίο δύσκολα ξαναβρίσκει κανείς («δυσανάληπτος μνήμη») 2. φρ. «δυσανάληπτος ἀρρωστία» ασθένεια από την οποία δύσκολα αναλαμβάνει, συνέρχεται κανείς …

    Dictionary of Greek

  • 92δυσβοήθητος — η, ο (AM δυσβοήθητος, ον) 1. αυτός που δύσκολα μπορεί να βοηθηθεί 2. (για αρρώστια) δυσθεράπευτος …

    Dictionary of Greek

  • 93δυσδιάγνωστος — η, ο (ΑΜ δυσδιάγνωστος, ον) αυτός που δύσκολα εξακριβώνεται («δυσδιάγνωστη αρρώστια») …

    Dictionary of Greek

  • 94δυσχονδροστέωση — η κληρονομική αρρώστια που χαρακτηρίζεται από συμμετρική βραχύτητα τών οστών …

    Dictionary of Greek

  • 95δύσκριτος — δύσκριτος, ον (Α) 1. δυσδιάκριτος 2. δυσερμήνευτος 3. αυτός για τον οποίο δύσκολα αποφασίζει ή κρίνει κανείς 4. (για αρρώστια) α) αυτός που δύσκολα καθορίζεται, αμφίβολος β) αυτός που έχει επικίνδυνη κρίση, τής οποίας η έκβαση είναι δυσδιάγνωστη …

    Dictionary of Greek

  • 96εισβάλλω — (AM εἰσβάλλω, Α και ἐσβάλλω) εισέρχομαι ως εχθρός σε μια χώρα («Πελοποννήσιοι... ἐσέβαλον ἐς τὴν Ἀττικήν») νεοελλ. εισέρχομαι ορμητικά («εισέβαλε στο δωμάτιό μου») αρχ. μσν. 1. εισέρχομαι, μπαίνω 2. αρχίζω αρχ. 1. ρίχνω μέσα, εισάγω 2. επιβιβάζω… …

    Dictionary of Greek

  • 97εισβολή — Νομικός όρος που χρησιμοποιείται και ως όρος του ευρύτερου χώρου των κοινωνικών επιστημών. Στο ποινικό δίκαιο η λέξη ε. έχει πολλές ειδικές έννοιες. Γενικότερα σημαίνει την είσοδο σε χώρους, ιδιαίτερα όταν είναι προφυλαγμένοι με οποιονδήποτε… …

    Dictionary of Greek

  • 98εκνοσώ — ἐκνοσῶ ( έω) (AM) κυριεύομαι από αρρώστια, είμαι βαριά άρρωστος («οἶστρον ἀκόλαστον ἐκνοσήσας») …

    Dictionary of Greek

  • 99εκτρόπιο — το (Α ἐκτρόπιον) νεοελλ. ιατρ. ασθένεια κατά την οποία γίνεται στροφή ενός βλεννογόνου προς τα έξω («εκτρόπιον τών βλεφάρων, τού τραχήλου τής μήτρας κ.λπ.») αρχ. αρρώστια κατά την οποία στρέφεται το βλέφαρο ανάποδα, προς τα πάνω, ώστε να φαίνεται …

    Dictionary of Greek

  • 100ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… …

    Dictionary of Greek