ἀρρωστία
81γόνιμος — η, ο (AM γόνιμος, ον) [γόνος] 1. ικανός να γεννάει, να παράγει, παραγωγικός, εύφορος 2. δημιουργικός, εφευρετικός 3. αποτελεσματικός αρχ. 1. γνήσιος 2. αυτός που μπορεί να ζήσει, ο βιώσιμος 3. (στους Πυθαγόρειους για περιττό αριθμό ημερών, μηνών… …
82διασώζω — (AM διασῴζω) 1. σώζω κάτι ή κάποιον από κίνδυνο, γλυτώνω 2. διατηρώ σώο από τη φθορά τού χρόνου, περισώζω 3. διαφυλάσσω μσν. 1. μετακομίζω, φέρνω κάτι με ασφάλεια 2. μέσ. δραπετεύω αρχ. 1. παθ. αναλαμβάνω από επικίνδυνη αρρώστια 2. μέσ. διατηρώ… …
83διατρέχω — (AM διατρέχω) 1. περνώ από κάπου, διασχίζω κάποιον χώρο («διέτρεξε την πεδιάδα», «διαδραμὼν δὲ τὸ τῶν Ἀθηναίων στρατόπεδον») 2. (για χρόνο) περνώ, διάγω («διατρέχει το εικοστό έτος τής ηλικίας του») 3. κινούμαι, μετακινούμαι βιαστικά εδώ κι εκεί… …
84διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… …
85διαφορώ — διαφορῶ ( έω) (AM) μσν. έχω όφελος, είμαι κερδισμένος αρχ. 1. διασκορπίζω, διαδίδω («κλέος εὐρὺ διὰ ξεῑνοι φορέουσι», Οδ.) 2. παίρνω κάτι και φεύγω 3. λεηλατώ, διαρπάζω 4. κατασπαράσσω, ξεσκίζω 5. μεταφέρω από έναν τόπο σε άλλον 6. εκκρίνω με τον …
86διοδεύω — (AM διοδεύω) [οδεύω] 1. περνώ ανάμεσα, διέρχομαι, πορεύομαι 2. περνώ απέναντι 3. διέρχομαι, περνώ αρχ. 1. (για αρρώστια) παρέρχομαι 2. επεκτείνομαι 3. πεθαίνω …
87διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …
88δροσοπίλια — και ροσοπίλια η αρρώστια ερυσίπελας, το ανεμοπύρωμα …
89δροφή — η λειχήνα, δερματική αρρώστια που προκαλεί τριχόπτωση …
90δυσάλωτος — η, ο (AM δυσάλωτος, ον) αυτός που δύσκολα κυριεύεται, δυσπόρθητος αρχ. μσν. αήττητος αρχ. 1. (για αρρώστια) δυσθεράπευτος 2. δυσνόητος …