ἀρρωστία

  • 61ανθρακίτις — η (Α ἀνθρακῑτις) νεοελλ. 1. αρρώστια των αμπελιών 2. περιοχή που έχει γαιάνθρακες αρχ. είδος καύσιμου άνθρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς ως απόδοση του γαλλ. anthracuose] …

    Dictionary of Greek

  • 62ανθυποστρέφω — ἀνθυποστρέφω (AM) επιστρέφω, γυρίζω πίσω αρχ. (γιά αρρώστια) υποτροπιάζω …

    Dictionary of Greek

  • 63ανόσητος — ἀνόσητος, ον (Α) απρόσβλητος από αρρώστια, υγιής …

    Dictionary of Greek

  • 64απλήγιαστος — η, ο αυτός που δεν έχει πληγές από αρρώστια …

    Dictionary of Greek

  • 65απορία — Θεά των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της φτώχειας. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Άνδρου, όταν o Θεμιστοκλής τους απείλησε ότι θα κατέστρεφε το νησί τους αν δεν του έδιναν χρήματα, του απάντησαν ότι λάτρευαν δύο θεότητες, την Πενία… …

    Dictionary of Greek

  • 66αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …

    Dictionary of Greek

  • 67αρρωστιάρης — άρα, άρικο [αρρώστια] αυτός που αρρωσταίνει εύκολα, ο φιλάσθενος …

    Dictionary of Greek

  • 68αρρώστημα — ἀρρώστημα, το (AM) [αρρωστώ] 1. η ασθένεια, η αρρώστια 2. η ηθική αδυναμία, το ελάττωμα …

    Dictionary of Greek

  • 69ασθένεια — η (AM ἀσθένεια) [ασθενής] 1. έλλειψη σθένους, αδυναμία σωματική ή ψυχική 2. αρρώστια, νόσος 3. αδυναμία, νοσηρή κατάσταση της ψυχής και του σώματος του ανθρώπου (σε σχέση με τον Θεό) 4. αμαρτία νεοελλ. επιδημία αρχ. η πενία («ἀσθένεια βίου») …

    Dictionary of Greek

  • 70αστρακιά — η 1. η αρρώστια αστρακιά 2. στέγη με κεραμίδια και ασβέστη 3. μίγμα από ασβέστη και σκόνη ή μικρά κομμάτια από κεραμίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Για τη σημασία 1, αστρακιά < οστρακιά (με προληπτική αφομοίωση) < όστρακον. Για τις σημασίες 2 και 3 αστρακία …

    Dictionary of Greek