ἀρρωστία

  • 51ανάρρωση — η (Α ἀνάρρωσις) [αναρρώνω] ανάκτηση της υγείας, απαλλαγή από την αρρώστια …

    Dictionary of Greek

  • 52ανήσυχος — η, ο (Μ ἀνήσυχος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται σε ψυχική ταραχή, αγωνία 2. αυτός που δεν ησυχάζει ποτέ, αεικίνητος 3. άτακτος 4. αυτός που βρίσκεται σε σωματική αγωνία από κάποια αρρώστια 5. πολυπράγμων, αυτός που έχει διαρκώς πνευματικές ή… …

    Dictionary of Greek

  • 53ανίδρωτος — η, ο (Α ἀνίδρωτος, ον) αυτός που δεν γυμνάστηκε μέχρι να ιδρώσει, αγύμναστος, νωθρός, νωχελικός νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ιδρώτα, που δεν ιδρώνει 2. μτφ. αυτός που αποκτήθηκε χωρίς ιδρώτα, χωρίς κόπο, άκοπος (για αρρώστια) αυτός που δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 54ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… …

    Dictionary of Greek

  • 55αναπλάσμωση — (Κτηνιατρ.) αρρώστια λοιμώδης και μεταδοτική τών βοοειδών που οφείλεται στην παρουσία μέσα στα ερυθρά αιμοσφαίρια τών ζώων ενός ειδικού αιμοπαρασίτου που ονομάζεται Ανάπλασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < anaplasmosis, νεολατιν. επιστημον. όρος < νεολατιν.… …

    Dictionary of Greek

  • 56αναστενάρια — Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον. Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα α. είναι ο …

    Dictionary of Greek

  • 57ανασφάλλω — ἀνασφάλλω (Α) (αμτβ.) 1. σηκώνομαι μετά από πέσιμο 2. συνέρχομαι από αρρώστια, αναλαμβάνω …

    Dictionary of Greek

  • 58ανατάραγμα — το 1. ανατάραξη, ανακίνηση 2. συγκλονισμός, σπασμός από αρρώστια (πυρετό, επιληψία κ.λπ.) …

    Dictionary of Greek

  • 59ανατρέφω — (και θρέφω) (AM ἀνατρέφω) 1. συντηρώ και διατρέφω παιδιά 2. διαπαιδαγωγώ 3. επιστατώ, επιβλέπω αρχ. 1. ενεργ. διεγείρω το φρόνημα 2. (παθ., ομαι) συνέρχομαι από αρρώστια …

    Dictionary of Greek

  • 60ανθάπτομαι — ἀνθάπτομαι (Α) 1. επιτίθεμαι και εγώ, αντεπιτίθεμαι 2. αναλαμβάνω, επιχειρώ κάτι 3. συγκρούομαι, μπαίνω σε πόλεμο 4. καταφέρνω κάτι, κατορθώνω, φτάνω κάπου 5. (για λύπη, αρρώστια κλ.π.), προσβάλλω, κτυπώ, προξενώ πόνο 6. μέμφομαι, κατηγορώ …

    Dictionary of Greek