ἀρρωστία
31Χαλεπάς, Γιαννούλης — (Πύργος, Τήνος 1851 – Αθήνα 1938). Έλληνας γλύπτης. Γεννημένος στο χωριό που έδωσε τους περισσότερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και από πατέρα μαρμαρογλύπτη, πήγε μικρός στη Σύρο για να μάθει γράμματα, αναγκασμένος από την πίεση του πατέρα του που …
32αεραιμία — η (ιατρ.), αρρώστια που προέρχεται από την απότομη αλλαγή της ατμοσφαιρικής πίεσης από υψηλή σε χαμηλή (αρρώστια των δυτών) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
33επιδημία — επιδημία, η και πιδημία, η 1. (ιατρ.), ταυτόχρονη προσβολή μεγάλου αριθμού ατόμων σ έναν τόπο από ορισμένη μολυσματική αρρώστια: Επιδημία χολέρας. 2. η ίδια η διαδομένη αρρώστια: Εφέτος είχαμε πολλές επιδημίες. 3. μτφ., για κακά που συμβαίνουν… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
34παράλλαγμα — το αυτός που άλλαξαν τα χαρακτηριστικά του από αρρώστια ή κάκωση, άσχημος, έκτρωμα: Παράλλαγμα τον κατάντησε η αρρώστια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
35φαγαρρώστια — η αρρώστια συνδυασμένη με όρεξη για φαΐ, δηλ. προσποιητή αρρώστια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
36болесть — БОЛЕСТ|Ь (70), И с. То же, что болѣзнь. 1.В 1 знач.: молѩше б҃а. и ст҃го оц҃а нашего ѳеодоси˫а. ѡ ѡслаблении болѥсти. ЖФП XII, 66а; почю ѡ(т)стоуплениѥ болести. и огню прѣстатиѥ. Там же; и б˫аста очи ѥмоу съдравѣ акы не имѣвъши болести ни слѣпоты …
37-υλ(λ)ος — κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος υ από θ. με χαρακτήρα υ , πρβλ. δριμύς: δριμ ύ λος, ἡδύς: ἡδ ύ λος) τού επιθήματος λο (< ΙΕ * lο ), πρβλ. και τις κατάλ. ηλος*, ιλος (πρβλ. οργ ίλος, ποικ …
38άγνωρος — κι ανέγνωρος, η, ο 1. αυτός που δεν γνωρίζει κάτι, άπειρος, αμαθής 2. αυτός που δεν έχει γίνει γνωστός, άγνωστος, ξένος 3. εκείνος που η όψη του έχει αλλοιωθεί από αρρώστια, τον χρόνο κ.λπ., αγνώριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γνωρίζω ή ουσ.… …
39άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… …
40άνθισμα — το (Α ἄνθισμα) νεοελλ. 1. άνθηση, ανθοφορία 2. αρρώστια του κρασιού αρχ. ρούχο πολύχρωμο και ζωηρό …