ἀρρωστία

  • 21αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… …

    Dictionary of Greek

  • 22απευχή — Όρος της λαογραφίας. Ευχή να μη γίνει κάτι. Λέγεται συνήθως μετά από μια κατάρα ή όταν κάποιος αναφέρει κάτι κακό (θάνατο, αρρώστια κλπ.). Σκοπός της είναι να αποτρέψει ή να στρέψει αλλού το κακό και συνοδεύεται πολλές φορές και από διάφορα… …

    Dictionary of Greek

  • 23εκφυλίζω — 1. αλλοιώνω τη φύση κάποιου 2. μέσ. υφίσταμαι αλλοιώσεις πνευματικές ή και σωματικές, διαφθείρομαι «εκφυλισμένος άνθρωπος» 3. μτφ. (για αρρώστια και ανώμαλη ενέργεια ή κατάσταση) χάνω την οξύτητά μου «η αρρώστια, η επανάσταση, η απεργία κ.λπ.… …

    Dictionary of Greek

  • 24ζαβλακώνω — 1. δαμάζω, καταβάλλω 2. ζαλίζω, κάνω κάποιον διανοητικά ή σωματικά άτονο («τόν ζαβλάκωσε η αρρώστια») 3. παθ. ζαβλακώνομαι ζαλίζομαι, καταβάλλομαι από αρρώστια ή άλλη αιτία 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ζαβλακωμένος, η, ο ζαλισμένος, αποβλακωμένος.… …

    Dictionary of Greek

  • 25κεφαλικός — ή, ό (ΑΜ κεφαλικός, ή, ον) [κεφαλή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στο κεφάλι (α. «κεφαλική φλέβα» β. «κεφαλικός δείκτης» ο λόγος τού μέγιστου μήκους προς το μέγιστο πλάτος τής κεφαλής πολλαπλασιαζόμενος επί εκατό γ. «κεφαλικοὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 26κυστικέρκωση — Παρασιτική ασθένεια του ανθρώπου αλλά και διαφόρων ζώων της ομάδας των κεστωδών, που χαρακτηρίζεται από την παρουσία κυστικέρκων στους ιστούς και στα όργανα. Στον άνθρωπο προκαλείται από τις νύμφες της ταινίας των χοίρων, της έλμινθας. Η ημιώριμη …

    Dictionary of Greek

  • 27νόσημα — (I) το (ΑΜ νόσημα, Α ιων. τ. νούσημα, Μ και νόσημαν) [νοσώ] πάθηση οργανική ή ψυχική, απώλεια τής υγείας και τής ισορροπίας τού οργανισμού, νόσος, αρρώστια («τῶν περὶ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὶ θεραπεῑαι», Ισοκρ.) αρχ. μτφ. α) ηθική αρρώστια… …

    Dictionary of Greek

  • 28νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… …

    Dictionary of Greek

  • 29ραΐζω — (I) Ν βλ. ραγίζω. (II) ΜΑ, και ιων. τ. ῥηΐζω Α (το ενεργ και μέσ.) αναπαύομαι από τις έγνοιες και τις φροντίδες, ησυχάζω αρχ. 1. (για ασθένειες) γίνομαι πιο ανεκτός, υποφερτός 2. (για πρόσ.) αναλαμβάνω από αρρώστια, γίνομαι καλύτερα, αναρρώνω 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 30διστομίδες — (distomidae). Οικογένεια τρηματοειδών πλατυέλμινθων σκουληκιών, που περιλαμβάνει τα παρασιτικά σκουλήκια. Τα κυριότερα γνωρίσματα των σκουληκιών της οικογένειας αυτής είναι το λογχοειδές μακρύ τους σώμα με δύο εκμυζητικά όργανα, ένα στοματικό και …

    Dictionary of Greek