ἀρρωστία

  • 101ελλοχεύω — 1. ενεδρεύω, παραμονεύω 2. (για αρρώστια, κίνδυνο κ.λπ.) υπάρχω σε λανθάνουσα κατάσταση …

    Dictionary of Greek

  • 102ελονοσία — Εμπύρετη λοιμώδης νόσος που προκαλείται από πρωτόζωα παράσιτα του γένους πλασμώδιο και μεταδίδεται από κουνούπια του γένους ανωφελής. Προσβάλλει ανθρώπους και άλλα θηλαστικά, πτηνά, ερπετά κλπ. Τα παράσιτα της ε. έχουν δύο εξελικτικούς κύκλους:… …

    Dictionary of Greek

  • 103εμβιοτεύω — ἐμβιοτεύω (Α) (για αρρώστια) βρίσκομαι σε ακμή …

    Dictionary of Greek

  • 104εμετώδης — ες (AM ἐμετώδης, ες) 1. αυτός που μοιάζει με εμετό 2. (για αρρώστια) αυτός που συνοδεύεται από τάση για εμετό …

    Dictionary of Greek

  • 105εμπικραίνομαι — ἐμπικραίνομαι (AM) (απολ.) πικραίνομαι, θλίβομαι αρχ. 1. έχω πικρία ή οργή εναντίον κάποιου 2. (για αρρώστια) επιδεινώνομαι …

    Dictionary of Greek

  • 106εναυλίζω — (Α ἐναυλίζω) αυλίζομαι, καταυλίζομαι, παραμένω ιδίως τη νύχτα σ έναν τόπο («οὐδέ νύκτα οὐδείς ἐναυλίζεται ανθρώπων [ἐν τῷ νηῷ]», Ηρόδ.) αρχ. (για αρρώστια) εντοπίζομαι, εδρεύω, εμφωλεύω …

    Dictionary of Greek

  • 107ενδίδω — (AM ἐνδίδωμι) 1. υποχωρώ, υποκύπτω («μή συγχωρεῑν ἐνδόντα τῇ τῶν πλειόνων γνώμη», Δημ.) 2. (για στέγη, πόρτα ή εύκαμπτα αντικείμενα) υποχωρώ, λυγίζω («με την ώθηση η σκεπή ενέδωσε») μσν. προστάζω, διατάζω αρχ. 1. δίνω στα χέρια («ἐνδοῡναι τήν… …

    Dictionary of Greek

  • 108ενζωοτικός — ή, ό (για αρρώστια) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενζωοτία ή μοιάζει με ενζωοτία …

    Dictionary of Greek

  • 109ενσκήπτω — (AM ἐνσκήπτω, Α και επικ. τ. ἐνισκήπτω) [σκήπτω] 1. πέφτω ξαφνικά, ορμητικά 2. (για αρρώστια) προσβάλλω ξαφνικά μεγάλο αριθμό ατόμων («ενέσκηψε επιδημία») αρχ. 1. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω 2. παρουσιάζομαι ξαφνικά σαν κακό …

    Dictionary of Greek

  • 110ενσκιρρώ — ἐνσκιρρώ, όω (AM) [σκιρ(ρ)ός] σκληραίνω κάτι αρχ. (για αρρώστια) διαρκώ, γίνομαι χρόνια …

    Dictionary of Greek