ἀρρυθμίᾳ
1ἀρρυθμία — ἀρρυθμίᾱ , ἀρρυθμία want of rhythm fem nom/voc/acc dual ἀρρυθμίᾱ , ἀρρυθμία want of rhythm fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἀρρυθμίᾳ — ἀρρυθμίαι , ἀρρυθμία want of rhythm fem nom/voc pl ἀρρυθμίᾱͅ , ἀρρυθμία want of rhythm fem dat sg (attic doric aeolic) …
3αρρυθμία — η (AM ἀρρυθμία) [άρρυθμος] η έλλειψη ρυθμού ή αρμονίας …
4αρρυθμία — η ασυμμετρία, διαταραχή: Τον τελευταίο καιρό υποφέρει από καρδιακή αρρυθμία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5αρρυθμία, καρδιακή — Παθολογικό φαινόμενο που εμφανίζεται όταν η συχνότητα και η διαδοχή των παλμών της καρδιάς δεν είναι κανονικές. Η κ.α. είναι αποτέλεσμα διαταραχής της παραγωγής και της αγωγής του νευρικού ερεθίσματος που επιδρώντας στις μυϊκές ίνες της καρδιάς… …
6ἀρρυθμίας — ἀρρυθμίᾱς , ἀρρυθμία want of rhythm fem acc pl ἀρρυθμίᾱς , ἀρρυθμία want of rhythm fem gen sg (attic doric aeolic) …
7ἀρρυθμίαι — ἀρρυθμία want of rhythm fem nom/voc pl ἀρρυθμίᾱͅ , ἀρρυθμία want of rhythm fem dat sg (attic doric aeolic) …
8ἀρρυθμίαν — ἀρρυθμίᾱν , ἀρρυθμία want of rhythm fem acc sg (attic doric aeolic) …
9Аритмия (искусство) — Аритмия в орнаментальных витражах Нотр Дам де Пари …
10καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …