ἀρρηφόρος
1αρρηφόρος — ἀρρηφόρος, η (Α) κοπέλα που έπαιρνε μέρος στην πομπή των Αρρηφορίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρρηφόρος καθώς και οι σημασιολογικά παράλληλοι τ. ερρηφόρος και ερσηφόρος είναι αβέβαιης ετυμολ. και έχουν γίνει πολλές υποθέσεις για την προέλευσή τους.… …
2ἀρρηφόρος — maiden who carried the symbols fem nom sg …
3ἀρρηφόροιο — ἀρρηφόρος maiden who carried the symbols fem gen sg (epic) …
4ἀρρηφόρῳ — ἀρρηφόρος maiden who carried the symbols fem dat sg …
5αρρηφορία — Αρχαία γιορτή της Αθηνάς Πολιάδας, που ονομάστηκε έτσι από τις τέσσερις Αρρηφόρες κόρες. Εορταζόταν το καλοκαίρι, τον μήνα Σκιροφοριώνα (περίπου Ιούνιο). Οι Αρρηφόρες έμεναν στην Ακρόπολη πολλούς μήνες, φορώντας άσπρη εσθήτα και χρυσά κοσμήματα… …
6αρρηφορώ — ἀρρηφορῶ ( έω) (Α) [αρρηφόρος] τελώ τα Αρρηφόρια …
7ἀρρηφόροι — masc nom/voc pl ἀρρηφόρος maiden who carried the symbols fem nom/voc pl …
8ἀρρηφόροις — Ἀρρηφόροι masc dat pl ἀρρηφόρος maiden who carried the symbols fem dat pl …
9ἀρρηφόρους — Ἀρρηφόροι masc acc pl ἀρρηφόρος maiden who carried the symbols fem acc pl …
10ἀρρηφόρων — Ἀρρηφόροι masc gen pl ἀρρηφόρος maiden who carried the symbols fem gen pl …